- έρανος
- ο (AM ἔρανος)μσν.- νεοελλ.συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπόαρχ.1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο4. άτοκο δάνειο που παίρνει κάποιος από συνεισφορά και εξοφλεί σε δόσεις5. πληθ. οἱ ἔρανοιχρέη από έρανο («ἐράνους τε λέλοιπε πλείστους», Δημοσθ.)6. βοήθεια («τοὐράνου γάρ μοι μέτεστικαὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω» — μετέχω κι εγώ στον έρανοφέρνω άντρες, Αριστοφ.)7. εύνοια, προσφορά, υπηρεσία («κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι», Θουκ.)8. θρησκευτικός ή κοινωνικός σύλλογος τα μέλη τού οποίου συνεισέφεραν κάθε μήνα χρήματα για κοινές συνεστιάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίαςπροέρχεται δε πιθ. από τ. *Fέρανος, συσχετιζόμενη και προς τους τ. έροτις* και εορτή*].
Dictionary of Greek. 2013.